- τσερβέλο
- το(λ. ιταλ.), εγκέφαλος, νους, μυαλό: Είναι έξυπνος, κόβει το τσερβέλο του.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
τσερβέλο — το, Ν 1. νους, μυαλό 2. κρίση, ευθυκρισία 3. φρ. α) «τού σήκωσε το τσερβέλο» τόν παρέσυρε β) «δεν κόβει το τσερβέλο του» δεν είναι έξυπνος γ) «τού τίναξε το τσερβέλο» τού τίναξε τα μυαλά στον αέρα, τόν σκότωσε. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. cervello] … Dictionary of Greek